- ἀστειεύεται
- ἀστειεύομαιpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αστεϊσμός — ο (AM ἀστεϊσμός) [αστεΐζομαι] νεοελλ. 1. το να αστειεύεται κανείς 2. πληθ. τα αστεία, τα χωρατά αρχ. είδος ποιητικής ή ρητορικής ειρωνείας … Dictionary of Greek
γελαστής — ο (θηλ. γελάστρα, η) (AM γελαστής, ο, γελάστρια, η) [γελώ] αυτός που περιγελάει, που σαρκάζει κάποιον μσν. νεοελλ. εκείνος που χαριεντίζεται, που αστειεύεται νεοελλ. αυτός που ξεγελάει κάποιον, ο απατεώνας … Dictionary of Greek
ευτράπελος — η, ο (ΑΜ εὐτράπελος, ον Μ και εὐτράπηλος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που αστειεύεται χαριτωμένα, με ευφυΐα, ο πνευματώδης, ο χαριτολόγος 2. γελοίος (α. «εὐτράπελόν ἐστι» β. «αυτά που λες είναι ευτράπελα») νεοελλ. 1. (για λόγο, ενέργεια ή κατάσταση) … Dictionary of Greek
πειραχτήριο — και πειραχτήρι και πειρακτήριο και πειρακτήρι (ιδίως για παιδιά ή νεαρούς) αυτός που τού αρέσει να πειράζει τους άλλους, που αισθάνεται ευχαρίστηση να τούς εμπαίζει, να αστειεύεται μαζί τους, να τους ενοχλεί με περιπαικτικά λόγια ή χειρονομίες.… … Dictionary of Greek
φιλοπαίγμων — ον, ΝΑ, και αττ. τ. φιλοπαίσμων, ον, Α (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) αυτός που τού αρέσει να αστειεύεται, να πειράζει αρχ. αυτός που τού αρέσει να παίζει, να διασκεδάζει («φιλοπαίγμων Διόνυσος», Ανακρέοντ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παίγμων (<… … Dictionary of Greek